- κλυτόπωλος
- κλυτόπωλος, -ον (Α)περίφημος για τους πώλους του ή για τα άλογά του (α. «εὖχος ἐμοὶ δώσειν, ψυχήν δ' Ἄιδι κλυτοπώλῳ», Ομ. Ιλ.β. «κλυτόπωλος λόχος» — οι ήρωες τού Δούρειου ίππου, Τρύφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + πῶλος (πρβλ. ενδοξό-πωλος, λευκό-πωλος)].
Dictionary of Greek. 2013.